περατάρης — ο ο πορθμέας, ο περάτης … Dictionary of Greek
περαματάρης — και περατάρης, ο 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες με δικό του πλωτό μέσο στην απέναντι όχθη ή ακτή 2. μτφ. (στην ποίηση) ο γερανός που μεταφέρει στις φτερούγες του τα χελιδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέραμα, ατος + κατάλ. άρης πρβλ. πεισματ άρης). Ο τ.… … Dictionary of Greek
περάτης — Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα δυτικά και κοντά στα Ιωάννινα. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ. χλμ., κάτ.). * * * και περατής, ο, ΝΑ [περώ] 1. οδηγός πορθμείου,… … Dictionary of Greek
περάτης — περάτης, ο και περατής, ο 1. διαβάτης, περιπατητής, κοσμογυριστής: Είδατε, διαβάτες και περάτες, τη γυναίκα μου, την αγαπητικιά μου; (Παλαμάς). 2. ξύλινος μοχλός από τον ένα στον άλλο τοίχο που ασφαλίζει την πόρτα εσωτερικά, αλλιώς αμπάρα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)